Ήταν πρωί Καθαράς Δευτέρας. Ο Σοφοκλής κοιμόταν και ονειρευόταν τι θα έκανε όταν ξυπνούσε. Στο όνειρο είδε ότι φυσούσε πάρα πολύ και ότι ο αέρας είχε πάρει το χαρταετό του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η αδερφή του, για να τον ξυπνήσει και δεν είδε τη συνέχεια. Σηκώθηκε, έφαγε πρωινό και πήγε να πετάξει το χαρταετό του στο μικρό βουνό του χωριού του.Την ώρα που πετούσε το χαρταετό φύσηξε ένας δυνατός αέρας και πήρε το χαρταετό μαζί του.
Ο χαρταετός έφυγε πολύ μακριά και ο μικρός Σοφοκλής στενοχωρήθηκε πάρα πολύ.Ο χαρταετός πέρασε από λίμνες, ποτάμια, βουνά και θάλασσες, ώσπου κατέληξε στην Ιταλία, στην αυλή του σπιτιού του μικρού Φραντζέσκο.Ο Φραντζέσκο βγήκε έξω και είδε το χαρταετό, πήγε πιο κοντά και αναρωτήθηκε τι ήταν. Τον πήρε και πήγε να ρωτήσει τη μαμά του. Η μαμά του του εξήγησε ότι ήταν χαρταετός. Τότε ο Φραντζέσκο τον πήρε και τον πέταξε πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά που τον πήρε ο αέρας.
Ο χαρταετός έφυγε από την Ιταλία, πέταξε για ώρες και πήγε στη Γαλλία, στην κορυφή του πύργου του Άιφελ. Εκεί βρισκόταν ο μικρός Μικέλε. Πήρε το χαρταετό και τον πέταξε ψηλά, για να τον πάρει ο αέρας.
Ο χαρταετός πέταξε για ώρες και γύρισε στην Ελλάδα, στο σπίτι του Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής βγήκε στον κήπο, πήρε το χαρταετό και τον έβαλε στην αποθήκη για τον άλλο χρόνο!
Αριστείδης Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου